ὑπολεύκους

ὑπολεύκους
ὑπόλευκος
whitish
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • STORAX — apud Terentium in Adelphis, Act. 1. sc. 1. v. 1. Storax, non rediit hâc nocte a cena Aeschinus: nomen pueri est, ab odore, ut ait Donatus. Στύραξ nimirum in Graeca fabula hic puer vocabatur. Est autem Storax, uti Virgilius vocat in Scylla: Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνιο — Γεωλογική βαθμίδα στα μέσα του άνω κρητιδικού. Πήρε την ονομασία της από μια μικρή λοφοσειρά που βρίσκεται κοντά στο Κονιάκ, στη γαλλική Καμπανία. Εκεί το κ. αντιπροσωπεύεται από υπόλευκους αργιλικούς ασβεστόλιθους και βελεμνίτες. Χαρακτηριστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”